- Ο Σ πεζογράφος
- Πέρα από τον ποιητή που όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε, υπάρχει και ένας άλλος Σ. που δεν τον αξιολογήσαμε όσο πρέπει. Είναι ο Σ. πεζογράφος. Η πεζογραφία του, μικρή κι αυτή σε ποσότητα, αλλ’ ισάξια με την ποίησή του σε πνοή και δυναμισμό, αποτελεί πολύτιμη εθνική κληρονομιά που περικλείει σαφέστατες υποθήκες προς το έθνος. Ο Διάλογος, γραμμένος το 1824, εξακολουθεί έως τις μέρες μας, να είναι επίκαιρος. Και είναι επίκαιρος, όχι μόνο γιατί αποτελεί συμπυκνωμένο κείμενο που το διαπνέει ένας πρωτότυπος λαγαρός λογισμός, αλλά γιατί δίνει οριστική απάντηση σε όλους όσους επιμένουν να «διορθώσουν» κατά το αρχικό πρότυπο τους, τις λέξεις που καθιέρωσε η κοινή χρήση και η αισθητική του λαού μας, αλλοιωμένες από το πρότυπο αυτό, αλλά πάντοτε ζωντανές και, ίσως, περισσότερο εύχρηστες. Η σολωμική αντίληψη στο θέμα αυτό είναι δογματική: μόνος κριτής για την καθιέρωση τους είναι η κοινή χρήσηεγκυκλοπαίδεια, λοιπόν, και όχι εγκυκλοπαιδεία. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. «Χαίρετε λοιπόν τόνοι, οξείες, βαρείες, περισπωμένες, χαίρετε ψιλές, δασείες, στιγμές, μονοστιγμές, χαίρετε!». «Τες λέξεις ο συγγραφέας δεν τες διδάσκει, μάλιστα τες μαθαίνει από του λαού το στόμα· αυτό το ξέρουν και τα παιδιά». Κανένα κείμενο, κανένα έργο, δεν επιτρέπεται να το κρίνουμε ανεξάρτητα από την εποχή του, γιατί τότε κινδυνεύουμε κατάφορα να το αδικήσουμε. Αντίθετα, τοποθετώντας το στα σωστά χρονολογικά πλαίσια, πολλές φορές μένουμε κατάπληκτοι για τη σημασία του και για το δυναμισμό του. Ο κανόνας δεν έχει εξαιρέσεις. Κι ο Διάλογος, τοποθετημένος σωστά, αποτελεί πολύτιμο κείμενο, γιατί προχωρώντας πέρα από τη γλωσσολογική αντιμετώπιση του θέματος, ο ποιητής, με την υπευθυνότητα του δημιουργού, διακήρυξε μ’ έμφαση ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ Τούρκου και -όπως θα λέγαμε σήμερα - καθαρευουσιάνου, «γιατί για με είναι όμοιοι και οι δύο». Βαρύτερος και βαθύτερος λόγος, στα χρόνια του μεγάλου ξεσηκωμού, δεν μπορούσε να ειπωθεί. Ο Έλληνας «σοφολογιότατος» εξομοιώνεται με τον Τούρκο κατακτητή, ο ντόπιος εχθρός εξομοιώνεται με τον ξένο. Ο ποιητής με τη στοχαστικότητα του καλλιτέχνη αλλά και με το ρεαλισμό του άδολου πατριώτη, προτρέπει το έθνος του να μην κάνει διακρίσεις μεταξύ ντόπιων και ξένων, αλλά να μάχεται, ίδια κι όμοια, όλους όσους αντιτάσσονται στην ανοδική του πορεία, όλους όσους επιθυμούν να τον υποδουλώσουν, πολιτικά ή πνευματικά. Ο Δ. Σ. πολέμησε με το Λόγο και τους κατακτητές και τους ντόπιους αντιδραστικούς. Κι όπως γράφει ο Κ. Βάρναλης «δεν υπάρχει ζήτημα για το ποιος ηρωισμός είναι ανώτερος ή υπέρτατος: των όπλων ή του Λόγου. Ένα είναι το ζήτημα: πού και πώς είναι τοποθετημένος ο «πολεμιστής», σε ποια παράταξη μάχεται, υπέρ τίνος και κατά τίνος». Το 1828 ο Σ. έγραψε τη Γυναίκα της Ζάκυνθος, κείμενο με το οποίο, δικαιωματικά θα χαρακτηριστεί ο πρώτος μεγάλος πεζογράφος μας και ο πρώτος μεγάλος σατιρικός μας. Το κείμενο αυτό, αρχινημένο από το 1826, που με επιμέλεια φρόντισαν να το αποκρύψουν επί χρόνια οι συντηρητικοί σολωμιστές είναι το πιο ζωντανό έργο του, ακριβώς γιατί είναι καρπός αγανάκτησης και δικαιολογημένης εθνικής ευθιξίας. Μερικοί, αγνοώντας θεληματικά την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας, είδανε στο κείμενο μια αλληγορία που υπονοούσε την Αγγλική Προστασία. Όμως η ηρωίδα του ποιητή ήταν υπαρκτό πρόσωπο, μια γυναίκα από το άμεσο περιβάλλον του, που η «αριστοκρατική» της καταγωγή την έκανε «έχθρισσα θανάσιμη του έθνους». Η αριστοκράτισσα αυτή, ταυτίζεται με την ευρωπαϊκή αντιδραστική πολιτική που έβλεπε στην Επανάσταση την αποθέωση της αναρχίας. Κι όχι μονάχα θρηνεί «τα άτυχα παληκάρια της Τουρκιάς» αλλ’ ελπίζει πως σύντομα θα πέσει και το Μεσολόγγι για να μπορέσουν «να βάνουνε σε τάξη την Ελλάδα τη ζουρλή οι βασιλιάδες, εις τους οποίους έχω όλες μου τις ελπίδες». Κι όπως η ιστορία, φαίνεται, πως στον τόπο αυτό, συχνά επαναλαμβάνεται, θυμόμαστε άθελά μας τη μοίρα των αγωνιστών της νεότερης Αντίστασης, όταν ακούμε τη «γυναίκα της Ζάκυνθος» να βρίζει τους πρόσφυγες που πολέμησαν στο Μεσολόγγι: «Εσείς δεν έχετε άλλη δουλειά παρά να ψωμοζητάτε». Οι Ζακυνθινοί βοήθησαν πολύ τους πρόσφυγες, αλλά οι χορτασμένοι συνεργάτες των Άγγλων, που ταύτιζαν τα συμφέροντα τους με τους ξένους αφέντες, ήταν φυσικό ν’ αντιδρούν στη λαϊκή αυτή εκδήλωση της αλληλεγγύης, που είχε οπωσδήποτε και πολιτική σημασία. Κι όπως όλοι οι πορωμένοι, αναρωτήθηκαν κι αυτοί, γιατί ξεσηκώθηκαν οι ραγιάδες, «τί τους έλειπε, και τί κακό είδαν από τον Τούρκο»! Ο ποιητής θέλησε ρητά να καυτηριάσει τη στάση της ζακυνθινής αριστοκρατίας απέναντι στην Επανάσταση και, πιστός στην επιταγή του ότι το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό, μας πρόσφερε μια άλλη πτυχή του μεγάλου Αγώνα, σατιρίζοντας τους ανάξιους εκείνους Έλληνες, που δε διαφέρανε παρά μόνο στην καταγωγή από τους ξένους τύραννους. Ο Σ., πάντοτε ζωντανός, προσφέρει με τις εθνικές υποθήκες του στο λαό του, αν του τον γνωρίσουμε σωστά, ένα ακαταμάχητο όπλο στους αγώνες του. Και λέμε «σωστά» γιατί τόσα χρόνια, η επίσημη κριτική εξακολουθεί να επιμένει με μια κιβδηλεία, χαρακτηριστική της απαράδεχτης νοοτροπίας της. Ας μη μακρηγορούμε. Κι ας μεταφέρουμε εδώ από τα ιταλικά στη γλώσσα μας, τον ανεπανάληπτο σε περιεκτικότητα στοχασμό του, που το μήνυμά του είναι εύγλωττο σ’ όσους μπορούν και θέλουν να το ενστερνιστούν: «Κλείσε στην ψυχή σου την Ελλάδα (κι ό,τι άλλο) και θα νιώσεις να σπαρταρά μέσα σου κάθε λογής μεγαλείο». «Ό,τι άλλο»... Όποια άλλη ιδέα, όποιο άλλο ιδανικό. Η παρένθεση δε μειώνει το πνευματικό ανάστημα του ποιητή. Αντίθετα δείχνει αδιάψευστα πόσο ελεύθερο πνεύμα ήταν ο Σ., πόσο ευρύτερες ήταν οι προοπτικές του και καθολικότεροι οι στόχοι του.
Dictionary of Greek. 2013.